Ήταν ένα παιδί που το έλεγαν Ευστάθιο-Κλάρενς Στούμποου, κι ήταν σχεδόν όνομα και πράμα. Οι γονείς του το φώναζαν Ευστάθιο-Κλάρενς κι οι δάσκαλοί του Στούμποου. Μη ρωτάτε όμως πώς το φώναζαν οι φίλοι του, γιατί δεν είχε ούτε μισό φίλο. Τη μητέρα του και τον πατέρα του δεν τους φώναζε «μαμά» και «μπαμπά», αλλά Χάρολντ και Αλμπέρτα, γιατί ήταν πολύ μοντέρνοι και προοδευτικοί. Ήταν επίσης χορτοφάγοι και αντικαπνιστές, δεν έβαζαν ποτό στο στόμα τους, και φορούσαν πολύ ειδικά εσώρουχα. Στο σπίτι τους υπήρχαν ελάχιστα έπιπλα και ελάχιστα σκεπάσματα στα κρεβάτια, και τα παράθυρα έμεναν πάντα ανοιχτά.
Ο Ευστάθιος-Κλάρενς αγαπούσε τα ζώα, προπαντός τα σκαθάρια· αν μάλιστα ήταν ψόφια και καρφιτσωμένα σε χαρτόνι, τόσο το καλύτερο! Του άρεσαν και τα βιβλία, αλλά μόνο αν ήταν εγκυκλοπαιδικά, γεμάτα φωτογραφίες με τρακτέρ ή χοντρά παιδάκια που έκαναν ασκήσεις σε πρότυπα σχολεία του εξωτερικού.
Μόνο ένα δε χώνευε στον κόσμο ο Ευστάθιος-Κλάρενς: τα τέσσερα «Πηβενσόπουλα», τα ξαδέρφια του –δηλαδή τον Πήτερ, τη Σούζαν, τον Έντμουντ και τη Λούσυ. Ωστόσο, όταν έμαθε πως ο Έντμουντ και η Λούσυ θα ’ρχονταν να μείνουν σπίτι του, χάρηκε πολύ, γιατί στο βάθος του άρεσε να τους διατάζει και να τους βασανίζει. Και μόλο που ήταν κοντός και δεν τα ’βγαζε πέρα σε καβγά, όχι με τον Έντμουντ, αλλά ούτε και με τη Λούσυ, ήξερε πως υπάρχουν χίλιοι τρόποι για να κάνεις το βίο αβίωτο στους άλλους, όταν εσύ είσαι σπιτάκι σου και οι άλλοι είναι σκέτοι επισκέπτες.
Ο Έντμουντ και η Λούσυ δεν είχαν καμιά όρεξη να μείνουν με το θείο Χάρολντ και τη θεία Αλμπέρτα, μα δεν μπορούσαν να κάνουν αλλιώς. Εκείνο το καλοκαίρι ο πατέρας θα ’φευγε για την Αμερική, καλεσμένος από κάποιο πανεπιστήμιο, κι η μητέρα θα πήγαινε μαζί του, γιατί είχε δέκα χρόνια να κάνει διακοπές. Ο Πήτερ είχε πέσει με τα μούτρα στο διάβασμα για τις εξετάσεις, και θα ’μενε με τον κύριο Κερκ, το γερο-καθηγητή που είχε αναλάβει να τον προγυμνάσει. Τον θυμόσαστε τον κύριο Κερκ; Παλιότερα, στα χρόνια του πολέμου, στο δικό του σπίτι είχαν αρχίσει οι πρώτες περιπέτειες των παιδιών. Και βέβαια, αν υπήρχε ακόμη εκείνο το σπίτι, ο κύριος Κερκ θα φιλοξενούσε ευχαρίστως και τα τέσσερα παιδιά –όμως τώρα πια ήταν φτωχός, κι έμενε σ’ ένα αγροτικό σπιτάκι με δυο υπνοδωμάτια όλα κι όλα.
Για να πάνε στην Αμερική, ούτε λόγος. Ήταν πολλά τα έξοδα. Έτσι, οι μεγάλοι αποφάσισαν να πάρουν μόνο τη Σούζαν, που ήταν η ωραία της οικογένειας και δεν πολυσυμπαθούσε το σχολείο (κι ας ήταν απίστευτα ώριμη για την ηλικία της). «Το ταξίδι στην Αμερική θα ’ναι πιο ωφέλιμο για τη Σούζαν, παρά για τα μικρά» είχε πει η μητέρα. Ο Έντμουντ και η Λούσυ δε γκρίνιαξαν πολύ, για να μη γρουσουζέψουν τη Σούζαν –μα και μόνο στη σκέψη ενός ολόκληρου καλοκαιριού στο σπίτι της θείας, τους έπιανε φρίκη. «Εμένα να κλαις» είχε μουρμουρίσει ο Έντμουντ. «Τουλάχιστον εσένα θα σου δώσουν ξεχωριστό δωμάτιο, ενώ εγώ θα κοιμάμαι μ’ αυτό το βλαμμένο, τον Ευστάθιο...»
Η ιστορία μας αρχίζει ένα απόγευμα, μόλις ο Έντμουντ και η Λούσυ κατάφεραν να ξεμοναχιαστούν για λίγα πολύτιμα λεπτά, κι όπως ήταν φυσικό, άρχισαν να λένε για τη Νάρνια, τη μυστική και απαραβίαστη χώρα τους. Φαντάζομαι πως οι περισσότεροι από σας θα ’χετε μια μυστική χώρα, μόνο που η δική σας χώρα βρίσκεται στα όνειρά σας. Από την άποψη αυτή, ο Έντμουντ και η Λούσυ ήταν πιο τυχεροί: η χώρα τους ήταν αληθινή, και την είχαν δει δυο φορές από κοντά –όχι στα παιχνίδια ούτε στον ύπνο τους, αλλά στην πραγματικότητα. Κι είχαν πάει εκεί με τρόπο μαγικό, γιατί μόνο με μάγια μπορεί να ταξιδέψει κανείς ως τη Νάρνια. Μάλιστα, την τελευταία φορά τους είχε δοθεί μια υπόσχεση ή πάντως κάτι που έμοιαζε πολύ με υπόσχεση: πως κάποια μέρα θα ξαναγυρνούσαν. Φυσικό ήταν λοιπόν να το κουβεντιάζουν με τις ώρες, κάθε που έβρισκαν την ευκαιρία.
Τώρα είχαν κλειστεί στο δωμάτιο της Λούσυ, βολεμένοι πάνω στο κρεβάτι της, και χάζευαν τον πίνακα που κρεμόταν στον αντικρινό τοίχο. Μόνο αυτός ο πίνακας τους άρεσε σ’ όλο το σπίτι. Της θείας Αλμπέρτα όμως της καθόταν στο στομάχι, κι έτσι τον είχε καταχωνιάσει εδώ, σ’ αυτό το καμαράκι στο πάνω πάτωμα. Βλέπετε, δεν μπορούσε να τον ξεφορτωθεί, γιατί ήταν γαμήλιο δώρο από κάποιον, που δεν ήθελε να τον προσβάλει.
Ο πίνακας έδειχνε ένα καράβι. Ένα καράβι που, όπως το κοιτούσες, αρμένιζε ίσια καταπάνω σου. Η πλώρη του ήταν χρυσωμένη, και παράσταινε το κεφάλι ενός δράκοντα, με το στόμα ορθάνοιχτο. Είχε μονάχα ένα κατάρτι μ’ ένα τετράγωνο πανί, βαθυπόρφυρο. Τα πλευρά του καραβιού –όσο φαίνονταν από κει που τελείωναν οι χρυσές φτερούγες του δράκοντα– ήταν βαμμένα πράσινα. Το πλοίο είχε περάσει ένα καταγάλανο, θριαμβευτικό κύμα, και το κύμα καμπύλωνε και κατηφόριζε γεμάτο μικρούτσικες πτυχές και φυσαλίδες. Θα ’λεγες πως αρμένιζε ολοταχώς, με ούριο άνεμο, γέρνοντας λιγάκι στο αριστερό του πλευρό. Το φως του ήλιου έπεφτε από τ’ αριστερά, κι από κείνη τη μεριά το νερό ήταν πράσινο και βιολετί. Από την άλλη μεριά, ο ίσκιος του πλοίου το ’κανε βαθυγάλαζο.
«Αφού δεν μπορούμε να πάμε στη Νάρνια, τι νόημα έχει να κοιτάμε το καράβι;» είπε ο Έντμουντ.
«Δε βαριέσαι... Απ’ ολότελα...» είπε η Λούσυ. «Εγώ πάντως κόβω το κεφάλι μου πως το καράβι είναι ναρνιανό.»
«Κι είχα μια σκασίλα!» πετάχτηκε ο Ευστάθιος-Κλάρενς, που τόση ώρα κρυφάκουγε πίσω απ’ την πόρτα, και τώρα έκανε την είσοδό του χαμογελώντας ειρωνικά. Από πέρσι που τον είχαν φιλοξενήσει τα Πηβενσόπουλα, κάτι είχε πάρει τ’ αυτί του για τη Νάρνια, και δεν άφηνε τα ξαδέρφια του σε χλωρό κλαρί. Ήταν σίγουρος πως αυτές τις ιστορίες τις έβγαζαν απ’ το νου τους, κι επειδή ο ίδιος ήταν τόσο ανόητος, που δεν είχε στάλα φαντασία, γινόταν έξω φρενών μόλις άκουγε για τη Νάρνια.
«Δε σε κάλεσε κανείς» είπε ξερά ο Έντμουντ. «Τι θες;»
«Ποιος, εγώ; Εγώ... προσπαθούσα απλώς να θυμηθώ ένα ποιηματάκι» απάντησε ο Ευστάθιος. «Να δεις πώς το ’λεγαν... Α, ναι:
Τα παιδιά που μιλούν για τη Νάρνια
είναι όλα μεγάλα στουρνάρια...»
«Πρώτον και κύριον, το Νάρνια δεν ομοιοκαταληκτεί με το στουρνάρια» είπε η Λούσυ.
«Κάνει παρήχηση όμως» είπε ο Ευστάθιος.
«Μην τον ρωτήσεις τι θα πει παρήχηση, γιατί θα ’χουμε παρατράγουδα» είπε ο Έντμουντ. «Το πάει γυρεύοντας, δε βλέπεις; Μην του δίνεις σημασία. Θα βαρεθεί και θα φύγει.»
Όποιο άλλο αγόρι συναντούσε τέτοια υποδοχή, θα ’φευγε ή θα ’μενε για καβγά. Ο Ευστάθιος δεν έκανε ούτε το ένα ούτε το άλλο. Απλώς, συνέχισε να χαμογελάει ειρωνικά, και σε λίγο ρώτησε:
«Ωραίος πίνακας, ε;»
«Για το Θεό, μην του απαντήσεις και μας τραβήξει καμιά διάλεξη περί τέχνης!» πετάχτηκε ο Έντμουντ, αλλά η Λούσυ, που έλεγε πάντα την αλήθεια, απαντούσε κιόλας: «Πολύ ωραίος. Εμένα μ’ αρέσει πολύ!»
«Το χάλι του έχει» είπε ο Ευστάθιος.
«Τότε να φύγεις, για να μην τον βλέπεις και συγχύζεσαι» είπε ο Έντμουντ.
«Μα, δε μου λες, τι του βρίσκεις;» ρώτησε τη Λούσυ ο Ευστάθιος.
«Να σου πω» απάντησε η Λούσυ, «μ’ αρέσει, γιατί το καράβι μοιάζει ν’ αρμενίζει. Και το νερό είναι σαν αληθινό. Και τα κύματα... Κοίτα: θα ’λεγες πως μια ανεβαίνουν, μια κατεβαίνουν».
Φυσικά, ο Ευστάθιος είχε να της δώσει ένα σωρό εξηγήσεις περί προοπτικής και τα λοιπά –μα δεν είπε τίποτα. Γιατί ακριβώς εκείνη τη στιγμή, γύρισε και κοίταξε τα κύματα, κι είδε πως στ’ αλήθεια έμοιαζαν ν’ ανεβοκατεβαίνουν. Ο Ευστάθιος είχε μπει όλη κι όλη μια φορά σε καράβι, και δεν είχε πάει μακριά, μόνο ως τη Νήσο Γουάιτ. Τον είχε πιάσει τότε τρομερή ναυτία, και τώρα, κοιτώντας τα κύματα στον πίνακα, ένιωσε πάλι το στομάχι του να γυρίζει ανάποδα. Πρασίνισε, κιτρίνισε, έριξε άλλη μια κλεφτή ματιά στα κύματα –κι άξαφνα, τα τρία παιδιά κοκάλωσαν, με γουρλωμένα μάτια και το στόμα ανοιχτό.
Αυτό που είδαν μπορεί να μοιάζει απίστευτο γραμμένο στο χαρτί, αλλά το ίδιο απίστευτο ήταν κι όπως το ’βλεπαν μπροστά στα μάτια τους. Η ζωγραφιά είχε αρχίσει να σαλεύει, μα όχι όπως στον κινηματογράφο. Εδώ τα χρώματα ήταν πεντακάθαρα, ζωντανά, αληθινά. Η πλώρη του καραβιού βούτηξε στα κύματα, κι ο αφρός τινάχτηκε ψηλά πιτσιλώντας. Κι όπως το πρώτο κύμα πέρασε κάτω απ’ το καράβι και το ανασήκωσε, φάνηκε για μια στιγμή η κουβέρτα και η πρύμνη. Μόνο για μια στιγμή όμως, γιατί ένα δεύτερο κύμα σήκωσε την πλώρη ψηλά στον αέρα. Και τότε, ένα σχολικό βιβλίο που βρισκόταν στο κρεβάτι, δίπλα στον Έντμουντ, άνοιξε απότομα, οι σελίδες του φτεροκόπησαν, και το βιβλίο πέταξε στον αέρα κι έσκασε στον απέναντι τοίχο. Τα μαλλιά της Λούσυ σηκώθηκαν και της μαστίγωσαν το πρόσωπο, σαν να φυσούσε δυνατός άνεμος –μόνο που αυτός ο άνεμος έβγαινε απ’ τον πίνακα! Κι άξαφνα, μαζί με τον άνεμο, ήρθαν και οι ήχοι: το βίτσισμα των κυμάτων, το γουργούρισμα του νερού στα πλευρά του καραβιού, το τρίξιμο των ξύλων, και πάνω απ’ όλα η αδιάκοπη βουή της θάλασσας. Αν δεν ήταν τόσο έντονη κι αψιά η μυρωδιά της αρμύρας, η Λούσυ θα νόμιζε πως ονειρεύεται.
«Φτάνει!» τσίριξε ο Ευστάθιος, κι η φωνή του ράγισε απ’ τον τρόμο. «Τι βλακείες σκαρώσατε πάλι; Κόφτε το, γιατί θα φωνάξω την Αλμπέρτα και... Άου!»
Το τελευταίο «Άου!» δεν ήταν μόνο του Ευστάθιου, μα και των άλλων δυο παιδιών –κι ας είχαν μεγαλύτερη πείρα από παρόμοιες περιπέτειες. Ένα πελώριο, παγωμένο κι αρμυρό κύμα είχε βγει απ’ τον πίνακα και τους έλουσε πατόκορφα κόβοντάς τους την ανάσα.
«Ο βρομοπίνακάς σας φταίει!» τσίριξε ο Ευστάθιος. «Κομματάκια θα τον κάνω!» Και τότε έγιναν κάμποσα πράγματα μαζί. Ο Ευστάθιος όρμησε στον πίνακα, πυρ και μανία, κι ο Έντμουντ, που ήξερε από μαγικά, του φώναξε να μην κάνει βλακείες. Η Λούσυ τον άρπαξε απ’ το χέρι, κι ένιωσε κάτι να την τραβάει μπροστά. Και πάνω στο μπέρδεμα και την πάλη, έγινε και κάτι ακόμη: τα τρία παιδιά μίκρυναν ή ο πίνακας μεγάλωσε. Κι ο Ευστάθιος, που είχε πηδήξει για να τον ξεκρεμάσει απ’ τον τοίχο, βρέθηκε όρθιος πάνω στην κορνίζα! Μπροστά του δεν είχε πια το γυαλί, αλλά τη θάλασσα, τον άνεμο και τα κύματα που υψώνονταν αφρίζοντας ως την κορνίζα, λες κι έσπαγαν πάνω σε βράχια. Ο Ευστάθιος ένιωσε το κεφάλι του να γυρίζει, κι αρπάχτηκε πανικόβλητος απ’ τους άλλους δυο που, άγνωστο πώς, είχαν βρεθεί κι αυτοί πάνω στην κορνίζα, με τον Ευστάθιο στη μέση. Όμως, τη στιγμή που ξανάβρισκαν την ισορροπία τους με κάμποσες στριγκλιές και το σχετικό σπρωξίδι, ένα θεόρατο γαλανό κύμα βούτηξε ίσια καταπάνω τους, τους άρπαξε και τους πήρε μαζί του στη θάλασσα. Η απελπισμένη κραυγή του Ευστάθιου έληξε άδοξα καθώς το στόμα του γέμιζε νερό.
Η Λούσυ ευχαρίστησε την καλή της τύχη: Είχε μάθει κολύμπι από πέρσι το καλοκαίρι. Η αλήθεια είναι πως οι απλωτές της παραήταν γρήγορες, και το νερό πολύ πιο κρύο απ’ ό,τι φαινόταν στη ζωγραφιά. Όμως η Λούσυ είχε βγάλει τα παπούτσια της με δυο κλοτσιές –γιατί έτσι πρέπει να κάνει όποιος πέφτει στη θάλασσα με τα ρούχα– και κρατούσε το κεφάλι της έξω απ’ τα κύματα, με το στόμα κλειστό και τα μάτια ορθάνοιχτα. Το κύμα τούς είχε φέρει πολύ κοντά στο καράβι. Η Λούσυ έβλεπε το καταπράσινο πλευρό του να ορθώνεται δίπλα της, ψηλό σαν κάστρο. Ένα σωρό κεφάλια έσκυβαν απ’ το κατάστρωμα. Και τότε –όπως θα περίμενε κανείς– ο Ευστάθιος αρπάχτηκε από πάνω της πανικόβλητος, και βούλιαξαν κι οι δυο στα νερά.
Καθώς ξανάβγαιναν στον αφρό, η Λούσυ είδε μια λευκοντυμένη σιλουέτα να βουτάει απ’ το πλοίο. Ο Έντμουντ την είχε φτάσει, κολυμπώντας γενναία, και κρατούσε τα χέρια του Ευστάθιου που ούρλιαζε για ζωή και για θάνατο. Κάποιος την έπιασε απ’ την άλλη μεριά –κάποιος που κάτι της θύμιζε αμυδρά. Απ’ το καράβι ακούγονταν φωνές και φασαρία, κεφάλια έσκυβαν κοντά κοντά στην κουπαστή, τώρα τους πετούσαν σκοινιά. Ο Έντμουντ κι ο ξένος της έδεσαν ένα σκοινί στη μέση. Κι έπειτα, για ένα διάστημα, δεν έγινε τίποτα. Της Λούσυ της φάνηκε αιώνας αυτό το διάστημα, γιατί τό πρόσωπό της είχε μελανιάσει και τα δόντια της χτυπούσαν σαν τρελά. Στην πραγματικότητα, δεν πέρασαν ούτε δυο λεπτά, γιατί οι άνθρωποι στο κατάστρωμα περίμεναν την κατάλληλη στιγμή για να την τραβήξουν, χωρίς να χτυπήσει στο πλευρό του καραβιού. Και μόλο που πρόσεξαν πολύ, κι έκαναν ό,τι καλύτερο μπορούσαν, η Λούσυ είχε κιόλας μια μεγάλη μελανιά στο γόνατο, όταν, τρέμοντας και στάζοντας, πάτησε επιτέλους στο κατάστρωμα. Δεύτερον τράβηξαν τον Έντμουντ και τρίτο τον Ευστάθιο, σε κακό χάλι. Τελευταίος ανέβηκε ο ξένος –ένα αγόρι με χρυσά μαλλιά, λίγο μεγαλύτερο απ’ τη Λούσυ.
«Κα... Κασπιανέ!» ψέλλισε η Λούσυ προσπαθώντας να πάρει ανάσα. Γιατί ο Κασπιανός ήταν. Ο Κασπιανός, ο Βασιλιάς της Νάρνια, που τον είχαν βοηθήσει ν’ ανέβει στο θρόνο την τελευταία φορά που... Κι ο Έντμουντ τον αναγνώρισε αμέσως. Έδωσαν τα χέρια κι οι τρεις κι αγκαλιάστηκαν κι έκαναν χαρές μεγάλες.
«Ο φίλος σας, ποιος είναι;» ρώτησε στο τέλος ο Κασπιανός χαμογελώντας ευγενικά στον Ευστάθιο. Όμως ο Ευστάθιος έκλαιγε του καλού καιρού –πράγμα μάλλον ασυνήθιστο για αγόρι της ηλικίας του που δεν είχε πάθει τίποτα χειρότερο από μια γερή ψυχρολουσία– και μέσα στ’ αναφιλητά του ούρλιαζε: «Θέλω να φύγω! Θέλω να γυρίσω πίσω! Δε μ’ αρέσει εδώ πέρα, σας λέω!»
«Να φύγεις;» είπε ο Κασπιανός. «Και να πας πού;»
Ο Ευστάθιος όρμησε στην κουπαστή, ελπίζοντας να διακρίνει πέρα απ’ τα κύματα την κορνίζα, και στο βάθος το δωματιάκι της Λούσυ. Όμως πέρα απ’ τα κύματα είχε μόνο κύματα, στεφανωμένα με αφρούς, κι από πάνω έναν ανοιχτογάλανο ουρανό.
Θάλασσα και ουρανός απλώνονταν ως πέρα στον ορίζοντα, κι ο Ευστάθιος –με το δίκιο του– ένιωσε την καρδιά του να βουλιάζει, κι άρχισε να ξερνάει.
«Ρύνελφε!» φώναξε ο Κασπιανός σ’ ένα ναύτη. «Φέρε κρασί με μπαχαρικά για τις Μεγαλειότητές τους. Μετά από τέτοια βουτιά, χρειάζονται κάτι θερμαντικό.» Οι «Μεγαλειότητες» ήταν ο Έντμουντ και η Λούσυ, γιατί μαζί με τον Πήτερ και τη Σούζαν είχαν βασιλέψει στη Νάρνια πολύ πριν απ’ τον Κασπιανό. Πρέπει όμως να σας ξαναθυμίσω πως ο ναρνιανός χρόνος κυλάει αλλιώτικα απ’ τον δικό μας και πολύ ιδιότροπα. Αν μείνετε εκατό χρόνια στη Νάρνια, θα γυρίσετε στον κόσμο μας την ίδια μέρα και την ίδια ώρα που είχατε φύγει. Κι αν πάλι μείνετε εδώ μια βδομάδα και ξαναγυρίσετε μετά στη Νάρνια, μπορεί ν’ ανακαλύψετε ότι πέρασαν χίλια ναρνιανά χρόνια ή μόνο μια μέρα ή ούτε λεπτό. Κι αυτό δεν το ξέρετε ποτέ. Το μαθαίνετε μόνο όταν φτάσετε εκεί. Έτσι, την περασμένη φορά που είχαν γυρίσει στη Νάρνια τα τέσσερα παιδιά, οι Ναρνιανοί τα είδαν περίπου όπως θα ’βλεπαν σήμερα οι Άγγλοι το Βασιλιά Αρθούρο –που πολλοί πίστευαν πως κάποτε θα ξαναγυρίσει, και μακάρι να το κάνει μια ώρα αρχύτερα.
Ο Ρύνελφος έφερε αχνιστό κρασί με μπαχαρικά σε μια καράφα και τέσσερα ασημένια κύπελλα. Ήταν ένα κι ένα. Με την πρώτη γουλιά, ο Έντμουντ και η Λούσυ ένιωσαν μια υπέροχη ζέστα να τους πλημμυρίζει απ’ την κορφή ως τα νύχια. Όμως ο Ευστάθιος στραβομουτσούνιασε, έφτυσε το κρασί, κι άρχισε πάλι να ξερνάει και να κλαίει, και στο τέλος ρώτησε τον Κασπιανό μήπως του βρίσκονταν Παιδικές Πολυβιταμίνες και μεταλλικό νερό, και πάντως καλό θα ήταν να τον κατεβάσουν στον επόμενο σταθμό!
«Ωραίο συνταξιδιώτη μας έφερες, αδερφέ μου» ψιθύρισε ο Κασπιανός στον Έντμουντ κρυφογελώντας.
Μα πριν αποσώσει τα λόγια του, ο Ευστάθιος πάτησε κάτι φοβερές στριγκλιές.
«Ιιι! Ααα! Τι ’ν’ αυτό; Πάρτε το από δω! Φρίκη! Φρίκη!»
Κι αυτή τη φορά, είχε ίσως λίγο δίκιο. Γιατί, αλήθεια, κάτι πολύ παράξενο έβγαινε απ’ την καμπίνα της πρύμνης και τους πλησίαζε αργά αργά. Με την πρώτη ματιά θα το ’λεγες ποντίκι, και ποντίκι ήταν βέβαια –μόνο που αυτό εδώ το Ποντίκι στεκόταν στα πισινά του πόδια κι είχε μπόι γύρω στο μισό μέτρο. Μια λεπτή χρυσή ταινία του τύλιγε το κεφάλι, περνώντας κάτω απ’ τ’ αυτιά, κι απ’ την ταινία κρεμόταν ένα κατακόκκινο φτερό. (Και καθώς ο Ποντικός είχε σχεδόν μαύρη γούνα, το κόκκινο και το χρυσό τού πήγαιναν μούρλια.) Το αριστερό του χεράκι ακουμπούσε στη λαβή ενός σπαθιού, που ξεπερνούσε σε μάκρος την ουρά του. Κρατούσε τέλεια την ισορροπία του πάνω στο πλοίο που σκαμπανέβαζε, και προχωρούσε επίσημα κι αρχοντικά. Η Λούσυ κι ο Έντμουντ τον αναγνώρισαν αμέσως –ήταν ο Ριπιτσιπιτσίπ, ο Αρχηγός των Ποντικών, το πιο γενναίο απ’ όλα τα γενναία Ζώα Που Μιλούν, γιατί είχε κερδίσει αθάνατη δόξα στη Δεύτερη Μάχη της Βερούνα. Της Λούσυ της ήρθε –όπως πάντα, εξάλλου– να πάρει αγκαλιά τον Ριπιτσιπιτσίπ και να τον χαϊδέψει. Ήξερε όμως πως της ήταν απαγορευμένο, γιατί οι διαχύσεις ήταν μεγάλη προσβολή για τον Ποντικό. Έτσι, γονάτισε απλώς κι έσκυψε να του μιλήσει.
Κι ο Ριπιτσιπιτσίπ έβγαλε μπρος το δεξί του ποδαράκι, έσυρε πίσω το αριστερό του, έκανε μια άψογη υπόκλιση και της φίλησε το χέρι. Έπειτα ανασηκώθηκε, έστριψε τις φαβορίτες του, και είπε με την τσιριχτή, τραγουδιστή φωνούλα του:
«Τα ταπεινά μου σέβη στη Μεγαλειότητα σας. Και στον Βασιλέα Εδμόνδο παρομοίως». (Στο σημείο αυτό έκανε και δεύτερη υπόκλιση.) «Η παρουσία σας θα λαμπρύνει την ένδοξη αυτή εκστρατεία!»
«Πάρτε το από δω!» τσίριξε πάλι ο Ευστάθιος κλαψουρίζοντας. «Τα σιχαίνομαι τα ποντίκια! Και περισσότερο απ’ όλα σιχαίνομαι τα γυμνασμένα ζώα! Είναι ηλίθια! Είναι χυδαία! Είναι... είναι... είναι σαχλά!»
Ο Ριπιτσιπιτσίπ κάρφωσε τα μάτια του στον Ευστάθιο, τον περιεργάστηκε περιφρονητικά, κι έπειτα γύρισε στη Λούσυ: «Εάν αντιλαμβάνομαι ορθώς, το αγενέστατο τούτο άτομο τελεί υπό την προστασίαν της Μεγαλειότητος σας. Διότι αν δεν τελούσε...»
Εκείνη τη στιγμή, η Λούσυ και ο Έντμουντ φταρνίστηκαν ταυτόχρονα.
«Μα τι ανόητος που είμαι!» είπε ο Κασπιανός. «Είστε βρεγμένοι ως το κόκαλο, κι εγώ σας αφήνω εδώ πάνω στο κατάστρωμα! Ελάτε, πρέπει να κατε-βείτε ν’ αλλάξετε. Λουκία, η καμπίνα μου είναι στη διάθεσή σου. Μόνο που φοβάμαι πως δε θα βρούμε γυναικεία ρούχα στο πλοίο. Θα βολευτείς με δικά μου. Εμπρός, Ριπιτσιπιτσίπ, οδήγησε τους σαν άξιος Ποντικός!»
«Προς χάριν μιας Κυρίας» είπε ο Ριπιτσιπιτσίπ, «ακόμη και οι λόγοι τιμής μπορεί να περιμένουν. Τουλάχιστον προς το παρόν...» και κοίταξε με νόημα τον Ευστάθιο. Όμως ο Κασπιανός είχε ήδη προχωρήσει, και σε λίγα λεπτά η Λούσυ περνούσε μια πόρτα κι έμπαινε στην καμπίνα της πρύμνης. Α, ήταν υπέροχη καμπίνα! Είχε τρία τετράγωνα παράθυρα που έβλεπαν στα γαλάζια, ταραγμένα νερά που άφηνε πίσω του το πλοίο. Χαμηλοί πάγκοι με μαξιλαράκια έκλειναν τις τρεις πλευρές του τραπεζιού, και μια ασημένια λάμπα κρεμόταν από το ταβάνι (δουλειά των Νάνων, το καταλάβαινες αμέσως από τα πλούσια και περίτεχνα σκαλίσματα). Στον μπροστινό τοίχο, πάνω απ’ την πόρτα, η Λούσυ είδε μια χρυσή εικόνα του Λιονταριού, του, Ασλάν. Όλ’ αυτά τα πρόλαβε με μια ματιά, γιατί ο Κασπιανός άνοιγε κιόλας μια πορτούλα στα δεξιά κι έλεγε: «Λουκία, το διαμέρισμά σου. Περίμενε μόνο να πάρω στεγνά ρούχα και για μένα» πρόσθεσε ψάχνοντας στην ντουλάπα, «και θα σ’ αφήσω ν’ αλλάξεις με την ησυχία σου. Αν θες, πέτα τα βρεγμένα σου έξω απ’ την πόρτα, για να τα πάρουν να τα στεγνώσουν στο αμπάρι».
Η Λούσυ ένιωθε ήδη σαν στο σπίτι της, λες κι είχε γεννηθεί στην καμπίνα του Κασπιανού, κι ούτε φοβήθηκε καθόλου το σκαμπανέβασμα του πλοίου, γιατί τον παλιό καιρό, τότε που ήταν βασίλισσα στη Νάρνια, έκανε πολλά ταξίδια. Η καμπίνα ήταν μικρή αλλά φωτεινή και πεντακάθαρη, και στους τοίχους είχε ζωγραφισμένα πουλιά και ζώα, πορφυρούς δράκοντες και αμπελόφυλλα. Τα ρούχα του Κασπιανού δεν ήταν ακριβώς στα μέτρα της, αλλά τα βόλεψε όσο καλύτερα μπορούσε. Μόνο με τα παπούτσια τα βρήκε σκούρα: της έπεσαν πολύ μεγάλα, το ίδιο και τα σανδάλια και οι μπότες του. Δε βαριέσαι. Στο κάτω κάτω, είναι ωραία να περπατάς ξιπόλητος πάνω σε καράβι. Όταν τέλειωσε το ντύσιμο, κοίταξε απ’ το παράθυρο το νερό που έφευγε πίσω τους ορμητικό, και πήρε βαθιά ανάσα. Ωραία! σκέφτηκε. Η περιπέτεια αρχίζει!